Κρίση στον Τύπο και πολιτική
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΡΚΕΖΙΝΗΣ *
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΡΚΕΖΙΝΗΣ *
Η κρίση είναι πρώτα απ’ όλα οικονομική. Ολο και περισσότερος κόσμος σήμερα μαθαίνει τα νέα από την τηλεόραση και τα μπλογκ και δεν διαβάζει εφημερίδες. Δεύτερον, το εισόδημα από τις διαφημίσεις έχει μειωθεί σημαντικά. Τρίτον, η ποιότητα του περιεχομένου των εφημερίδων έχει πέσει αισθητά, και γιατί το γενικό μορφωτικό επίπεδο έχει κατέβει στην εποχή μας, και γιατί οι άνθρωποι διαβάζουν λιγότερο παρά ποτέ, και γιατί ο Τύπος δεν είναι εν γένει πιστευτός, και γιατί το ταλέντο να πεις κάτι ενδιαφέρον σε λίγες αράδες το έχουν ελάχιστοι.
Συμπέρασμα πρώτο λοιπόν: έλλειψη χρημάτων, μείωση αναγνωστών, πτώση επιπέδου γενικής καλλιέργειας, όλα οδηγούν στην πτώση του επιπέδου των εφημερίδων που, αργά ή γρήγορα, θα σημάνει επίσης και αδυναμία προσελκύσεως δημοσιογραφικού ταλέντου σ’ αυτόν τον κλάδο των μέσων ενημερώσεως.
Συμπέρασμα δεύτερο: παραδοσιακές εφημερίδες κλείνουν, όσες μένουν είναι όλο και περισσότερο χρεωμένες και φυτοζωούν δίνοντας δωρεάν DVD και άλλα άχρηστα δωράκια μαζί με τα κυριακάτικά τους φύλλα. Επιπλέον -και τώρα φθάνουμε στο ψητό- αναγκάζονται, ανεξαρτήτως ιδεολογίας ή «πιστεύω», να καλλιεργούν όσο ποτέ στην ιστορία τους καλές σχέσεις με τo εκάστοτε κυβερνών κόμμα, μια και από αυτό μπορεί απροσδόκητα ή κατόπιν σχεδίου να βρεθεί ο τρόπος να μετριασθούν τα γενικότερα προβλήματα που αναφέραμε.
Από αυτή τη συμφεροντολογική συνουσία που προκαλείται από ετερόκλητες παρορμήσεις, γεννάται το σύγχρονο πολιτικό ρεπορτάζ, που συμφέρει μεν αμφότερους τους συμπράττοντες στην ιδιότυπη αυτή πορνεία, αλλά ταυτοχρόνως υποβιβάζει ακόμη ένα σκαλοπάτι το επίπεδο των γραφομένων, μειώνει την αντικειμενικότητα των ειδήσεων, στερεί από τον λαό την ευκαιρία να μάθει τι ακριβώς συμβαίνει στην οικονομία του και την εξωτερική του πολιτική και μολύνει γενικότερα την υγεία της πολιτικής ζωής του τόπου.
Πώς δουλεύει στην πράξη αυτή η ανταλλαγή «εξυπηρετήσεων»;
O καταφεύγων στη διαρροή υπουργός συνήθως ξεκινά εκμεταλλευόμενος παλιά φιλική ή επαγγελματική (δικηγορική, ιατρική κ.λπ.) σχέση με τον δημοσιογράφο που, φυσικά, επιθυμεί να έχει, πρώτος, νέες και ενδιαφέρουσες πληροφορίες ή παρασκήνια και παραπολιτικά. Πολλές φορές ούτε η μία πλευρά ούτε η άλλη ενδιαφέρονται για την αλήθεια της πληροφορίας, αλλά αρκούνται στην αληθοφάνεια της είδησης.
Αυτό που πρωτίστως ενδιαφέρει είναι η είδηση να παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον, να είναι αυτό που οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν «newsworthy». Ακολουθεί στην ιεραρχία αυτής της αξιολόγησης της πληροφορίας το κατά πόσο αυτή βοηθά τον γενικότερο σκοπό και το συμφέρον του δημοσιογράφου ή και της γραμμής που ακολουθεί η εφημερίδα του, και έρχεται τέλος το πόσο επιθυμεί την πληροφόρηση (ή παραπληροφόρηση) ο διαρρέων τα νέα υπουργός. Ο δημοσιογράφος, που επιθυμεί κάποιο μελλοντικό αντάλλαγμα από την πηγή του, μπορεί, λοιπόν, να δημοσιεύσει και πληροφορία που, κατά τη γνώμη του, είναι διαστρεβλωμένη, αν κατ’ αυτό τον τρόπο επιτυγχάνει να εξασφαλίσει μελλοντική ωφέλεια από την πολιτική του πηγή.
Ο διαρρέων πολιτικός αντλεί αλλιώς την αμοιβή του απ’ αυτή τη συνεργασία.
Πρώτον, μία τέτοια σχέση συνήθως τον βάζει στο «απυρόβλητο» της εν λόγω εφημερίδας.
Δεύτερον, αν αυτή η συνεργασία είναι συχνή - ακόμη καλύτερα αν συνοδεύεται από κάποιου είδους «ανταμοιβή» για τον δημοσιογράφο (ή το συγκρότημά του) -και ας αφήσουμε τον όρο εσκεμμένα απροσδιόριστο-, τότε η εφημερίδα μπορεί να αρχίσει συστηματικά να προβάλλει τον εν λόγω «βοηθό» του συντάκτη του πολιτικού της ρεπορτάζ.
Τρίτον, αν αυτή η σχέση βοηθά επίσης και το αφεντικό (δηλ. τον πρωθυπουργό), τότε αυτό, αργά ή γρήγορα, θα αρχίσει να αντανακλάται και στην προσοχή που ο πρωθυπουργός αποδίδει στον «υποδεέστερο» συνάδελφό του.
Τα ανωτέρω δείχνουν πόσο καλά δουλεύει το δούναι και λαβείν για τους ενδιαφερόμενους, μια και ο διαρρέων και ο δημοσιεύων ωφελούνται από αυτή τη συνεργασία. Εκ πρώτης όψεως, λοιπόν, έχουμε αυτό που οι Αμερικανοί καλούν win/win situation, δηλαδή όλοι βγαίνουν κερδισμένοι.
Αυτή τουλάχιστον είναι η θεωρία. Στη ζωή, όμως, το αντίθετο συμβαίνει, μια και συνήθως όπου υπάρχει κερδισμένος, κάπου αλλού υπάρχει χαμένος. Σ’ αυτή την περίπτωση οι χαμένοι είναι τρεις. Κατά σειρά ανερχόμενης σημασίας είναι: οι συνάδελφοι του διαρρέοντος υπουργού, η αλήθεια και η πολιτεία γενικότερα. Ας δούμε αυτά τα τρία θύματα με τη σειρά τους.
H πληροφόρηση/ παραπληροφόρηση διά μέσω μυστικών briefings είναι, στην πράξη, προνόμιο μερικών μόνο υπουργών που πηγάζει είτε από τις αρμοδιότητες του υπουργείου, οι οποίες δικαιολογούν τέτοιες επεμβάσεις, είτε από τις προσωπικές σχέσεις που έχουν καλλιεργήσει οι υπουργοί των, αλλά και κυρίως από το ταλέντο -διστάζω να το αποκαλέσω χαρακτήρα, εκτός αν τον χαρακτηρίσω αυστηρά- που έχουν οι ίδιοι οι διαρρέοντες για έναν τέτοιο «υπόγειο» τρόπο δράσης.
Στόχος αυτών των διαρροών μπορεί να μην είναι μόνο γεγονότα, πολιτικοί αντίπαλοι, αλλά, συχνά, πολιτικοί συνάδελφοι που ο διαρρέων πολιτικός μπορεί να θέλει να «βγάλει από τη μέση», μια και στην πολιτική -κυρίως σε εποχές παρακμής ή μεγάλων κοινωνικών μεταβολών- η έννοια της φιλίας εξαφανίζεται μαζί με την έννοια της κομματικής ομόνοιας.
Αυτό το φαινόμενο βεβαίως δεν απαντάται μόνο στην πολιτική, αν και η διάσταση που αποκτά σ’ αυτό το επάγγελμα -από καιρού η πολιτική έχει παύσει να είναι λειτούργημα - είναι μοναδική! Το να διοχετεύσει ο διαρρέων μία έντεχνη πληροφορία που αφορά έναν συνάδελφό του στην κατάλληλη στιγμή, μπορεί να καταστρέψει τον δεύτερο ή, αντιθέτως, να βελτιώσει τη θέση του διαρρέοντος.
Βεβαίως, μπορεί κανείς να απαντήσει ότι αποτελεί και αυτή ακόμη η πράξη αναπόφευκτο τμήμα του αέναου αγώνα επιβιώσεως, αλλά η μορφή που λαμβάνει το «χτύπημα» δεν παύει να έχει κάτι το «ύπουλο» και, θα προσέθετα, ως εκ τούτου, και κάτι το ανήθικο.
Σημειωτέον, αυτού του είδους τα χτυπήματα οι εφημερίδες πολλές φορές τα εμπιστεύονται σε δημοσιογράφους που γράφουν χιουμοριστικού είδους πολιτικές στήλες, μια και η πένα τους είναι συχνά αξιοζήλευτα καλή. Γιατί, το να φονεύεις με την πένα θέλει τέχνη, αλλά το να φονεύσεις με χιούμορ απαιτεί απαράμιλλο ταλέντο.
Δεύτερο θύμα τέτοιου ρεπορτάζ είναι η αλήθεια. Πολλοί μπορούν να με ρωτήσουν ποιος νοιάζεται γι’ αυτή στην εποχή μας.
Και όμως, ως στοχαστής, όχι μόνον πιστεύω στην αναζήτησή της, αλλά τη θεωρώ και αναγκαία βάση, χωρίς την οποία δεν μπορεί να βγάλει κανείς από τα δημοσιεύματα στον Τύπο τα συμπεράσματα που πρέπει να συνάγει επί καθημερινής βάσεως για τη ζωή του, το πολιτικό του μέλλον, την ασφάλεια των καταθέσεών του, τη διατήρηση της εθνικής του κυριαρχίας, τους κίνδυνους για την υγεία του και τόσα άλλα ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται ο Τύπος, αλλά που ελέγχουν όλο και περισσότερο οι σημερινές κυβερνήσεις.
Σκέψεις σαν και αυτές μας οδηγούν στο ερώτημα πόσο σωστά μπορεί να λειτουργήσει μία πολιτεία, όταν το ψέμα και η επιτήδεια παραπληροφόρηση δηλητηριάζουν καθημερινά την ειδησεογραφία.
Η διαστρέβλωση της αλήθειας στη σημερινή εποχή συμβαίνει επίσης με την ενθάρρυνση της σιωπής, ώστε να αποκομίζεται η εθνική σκέψη σε θέματα που αφορούν τα εθνικά μας συμφέροντα. Στο ζήτημα αυτό, η ευθύνη των πολιτικών (σχεδόν) ισούται με του Τύπου, ιδίως μια και, κατά κοινή ομολογία, ευρισκόμεθα σ’ ένα από τα πιο κρίσιμα σταυροδρόμια της νεώτερης Ιστορίας μας, όπου οι πολίται έχουν αναφαίρετο δικαίωμα να ξέρουν τι αποφασίζεται για το μέλλον τους στους σκοτεινούς διαδρόμους της εξουσίας.
Ο ανωτέρω τρόπος κατανοήσεως των εννοιών της αλήθειας και της ανάγκης πλήρους και τίμιου διαλόγου δείχνει πως ο σύγχρονος τρόπος διαμορφώσεως του πολιτικού ρεπορτάζ προσφέρει κάκιστη υπηρεσία στην ομαλή λειτουργία της Δημοκρατίας.
Πώς, λοιπόν, να αποφύγει κανείς μια τέτοια απαισιόδοξη ματιά στον τρόπο που δουλεύει το δημοκρατικό μας πολίτευμα σε μια τόσο δύσκολη στιγμή; Ισως με το να πούμε, μαζί με τον πρωθυπουργό, ότι πιάσαμε πάτο και τέρμα τα κακά νέα.
Ο Κωστής Παλαμάς διετύπωσε την ιδέα πιο ποιητικά στον Δωδεκάλογο του Γύφτου, όπου έγραψε:
«και μη έχοντας πιο κάτω άλλο σκαλί/
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά/
στου Κακού τη σκάλα -/
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί/
θα αισθανθείς να σου φυτρώσουν, ώ χαρά!/
τα φτερά,/
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!»/
Αχ, και να μπορούσα να μοιρασθώ με τους αναγνώστες μου τέτοια αισιοδοξία - αλλά δεν μπορώ, μια και μου θύμισε ένας φίλος πρόσφατα τα λόγια του μακαρίτη ποιητή Χρίστου Κατσιγιάννη που, επεκτείνοντας τον Παλαμά, έγραψε:
«Ελληνες είμαστε διάολε,/
θα βρούμε τρόπο/
να φτιάξομε και άλλα σκαλιά,/
πιο κάτω απ’ του Κακού τη σκάλα!»/
* Ο κ. Βασίλης Μαρκεζίνης κατέχει τον τίτλο του «σερ», είναι νομικός σύμβουλος της βασίλισσας της Αγγλίας και μέλος σε επτά Ακαδημίες του εξωτερικού.
**εφημ. «E» 15/5/2010
«και μη έχοντας πιο κάτω άλλο σκαλί/
να κατρακυλήσεις πιο βαθιά/
στου Κακού τη σκάλα -/
για τ’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί/
θα αισθανθείς να σου φυτρώσουν, ώ χαρά!/
τα φτερά,/
τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!»/
Αχ, και να μπορούσα να μοιρασθώ με τους αναγνώστες μου τέτοια αισιοδοξία - αλλά δεν μπορώ, μια και μου θύμισε ένας φίλος πρόσφατα τα λόγια του μακαρίτη ποιητή Χρίστου Κατσιγιάννη που, επεκτείνοντας τον Παλαμά, έγραψε:
«Ελληνες είμαστε διάολε,/
θα βρούμε τρόπο/
να φτιάξομε και άλλα σκαλιά,/
πιο κάτω απ’ του Κακού τη σκάλα!»/
* Ο κ. Βασίλης Μαρκεζίνης κατέχει τον τίτλο του «σερ», είναι νομικός σύμβουλος της βασίλισσας της Αγγλίας και μέλος σε επτά Ακαδημίες του εξωτερικού.
**εφημ. «E» 15/5/2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου