Παστρικού Ελισάβετ
«Washington Post»: Από τους Γκράχαμ στον Τζεφ Μπέζος
Ο Καρλ Μπέρνσταϊν (αριστερά) και ο Μπομπ Γούντγουορντ, οι δύο δημοσιογράφοι της «Washington Post» που αποκάλυψαν το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ στα γραφεία της εφημερίδας
Το πρωτοσέλιδο της αμερικανικής εφημερίδας «Washington Post» ανέγραφε ότι «μια εποχή τελειώνει»: η «Washington Post» πουλήθηκε. Η εφημερίδα που αποκάλυψε το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, οδήγησε τον αμερικανό πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον σε παραίτηση και υπήρξε ορόσημο του αμερικανικού Τύπου από το 1877 που ιδρύθηκε, με τους συντάκτες της να έχουν κερδίσει 47 βραβεία Πούλιτζερ, πέρασε σε μια νέα εποχή καθώς πωλήθηκε στον δισεκατομμυριούχο επιχειρηματία και ιδρυτή της Amazon Τζεφ Μπέζοςαντί 250 εκατ. δολαρίων.
Την ίδρυσε ένας ανεξάρτητα σκεπτόμενος Δημοκρατικός, ο Στίλτον Χάτσινς. Ξεκίνησε το λαμπρό ταξίδι της στον κόσμο της δημοσιογραφίας με τιράζ 10.000 φύλλων, προς τρία σεντς έκαστο. Τα επόμενα χρόνια πέρασε από αρκετούς ιδιοκτήτες που είτε την αγόραζαν είτε την κληρονομούσαν, για να καταλήξει το 1916 στα χέρια του Εντουαρντ Μακλίν, ο οποίος άλλαξε την πολιτική κατεύθυνση της εφημερίδας υποστηρίζοντας τους Ρεπουμπλικανούς. Μοιραίο λάθος. Αυτό την έφερε ένα βήμα πριν από το κλείσιμο καθώς η δημοτικότητα και οι πωλήσεις της έπεσαν δραματικά.
Ακολούθησε το κραχ του 1929. Η εφημερίδα χρεοκόπησε. Κατόπιν, τον Ιούνιο του 1933, δημοπρατήθηκε και έναντι 825.000 δολαρίων πέρασε στα χέρια του Γιουτζίν Μέγερ, ο οποίος το 1946 την παραχώρησε στον γαμπρό του Φίλιπ Γκράχαμ, σύζυγο της κόρης του Κάθριν, ξεκινώντας ουσιαστικά τη δημοσιογραφική δυναστεία της οικογένειας Γκράχαμ. Αυτή η οικογένεια πούλησε την εφημερίδα στον Μπέζος.
Η μεταπολεμική ανάπτυξή της ήταν αλματώδης. Αύξησε την κυκλοφορία της και το 1950 αγόρασε ένα πιεστήριο νέας τεχνολογίας, αξίας τότε 6 εκατ. δολαρίων, στην Ουάσιγκτον, για να συμβαδίσει με τη «νέα εποχή», ενώ απέκτησε και τον πρώτο ραδιοσταθμό της.
Στις επόμενες δύο κρίσιμες δεκαετίες η «Post» εξαγόρασε την αντίπαλό της, την εφημερίδα «The Washington Times-Herald», καθώς και το περιοδικό «Newsweek», αλλά το 1963 έχασε τον Φίλιπ Γκράχαμ. Τα ηνία πέρασαν στα χέρια της Κάθριν, σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν αφθονούσαν στα ανώτερα κλιμάκια της ιεραρχίας, εκείνη όμως κατάφερε να απογειώσει την «Post».
Το 1971 εισάγεται στο χρηματιστήριο, γράφει όμως ιστορία τον επόμενο χρόνο, όταν ο διευθυντής σύνταξης Μπεν Μπράντλι ρισκάρει τη φήμη της εφημερίδας και εμπιστεύεται τους ρεπόρτερ Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνσταϊν, που σε μια σειρά μακροσκελή άρθρα αποκαλύπτουν την ιστορία πίσω από μια διάρρηξη στα γραφεία της Εθνικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος.
Οι πέντε συλληφθέντες δεν κατηγορούνται απλώς γιατί προσπάθησαν να μπουν παράνομα στο κτίριο Γουότεργκεϊτ αλλά και γιατί σχετίζονταν με την προεκλογική εκστρατεία του Νίξον και προσπάθησαν να τοποθετήσουν πομπούς παρακολούθησης στο κτίριο. Οι αποκαλύψεις γίνονται με τη βοήθεια από το «Βαθύ Λαρύγγι», τον Μαρκ Φελτ, τότε υπ' αριθμόν 2 του FBI, η ταυτότητα του οποίου αποκαλύφθηκε 33 χρόνια μετά. Οι καταγγελίες όμως δεν τελειώνουν εκεί. Οι δύο δημοσιογράφοι υποστηρίζουν ότι η επιτροπή του κυβερνώντος κόμματος που ήταν υπεύθυνη για την εκστρατεία επανεκλογής του Νίξον όχι μόνο κατασκόπευε τους πολιτικούς αντιπάλους του αλλά για τον σκοπό αυτόν χρησιμοποιούσε μυστικά κυβερνητικά κονδύλια.
Με τις αποκαλύψεις της η «Post» συγκλονίζει την Αμερική. Παρά την αναταραχή, ο Νίξον επανεκλέγεται, νέα επιβαρυντικά στοιχεία όμως βγαίνουν συνεχώς στην επιφάνεια και το 1973 αναγκάζεται να αποδεχθεί τις ευθύνες του και λίγο αργότερα υποβάλλει την παραίτησή του, υπό την απειλή της παραπομπής του σε δίκη. Για την εξαίρετη δουλειά τους οι Μπέρνσταϊν και Γούντγουορντ εντάχθηκαν στο Πάνθεον της δημοσιογραφίας και κέρδισαν το βραβείο Πούλιτζερ.
Ως το 1977 η εφημερίδα πουλάει τον τελευταίο ραδιοσταθμό της. Το 1979 αναλαμβάνει τα ηνία ο 33χρονος γιος της Κάθριν Ντόναλντ, ενώ τον επόμενο χρόνο η αξιοπιστία της δέχεται βαρύ πλήγμα. Η ρεπόρτερ Τζάνετ Κούκγουον κερδίζει όχι μόνο το Πούλιτζερ αλλά και τα εύσημα του παγκόσμιου Τύπου για ένα κομμάτι της με τίτλο «Ο κόσμος του Τζίμι» που πραγματεύεται τη ζωή ενός 8χρονου ηρωινομανούς στους δρόμους της Ουάσιγκτον, για να αποδειχθεί όμως ότι η ιστορία της είναι ανύπαρκτη.
Το 1996 η «Washington Post» πέρασε στην ψηφιακή εποχή αποκτώντας τη δική της ιστοσελίδα, ενώ το 2008 αναλαμβάνει ως εκδότρια η εγγονή της Κάθριν Γκράχαμ Κάθριν Γουέιμαουθ.
Και ύστερα ήρθε (ξανά) η κρίση. Στα τέλη της δεκαετίας του 2000 η κυκλοφορία του ιστορικού και διάσημου αυτού τίτλου, όπως και των υπολοίπων εντύπων, έπεσε δραματικά. Οπως όμως δήλωσε εκπρόσωπος της οικογένειας Γκράχαμ, στο σύνηθες μαχητικό της πνεύμα, μετά την είδηση-«βόμβα» για την αγορά της από τον Μπέζος, «η "Washington Post" θα επιβίωνε στην ιδιοκτησία της τρέχουσας εταιρείας και θα ήταν κερδοφόρα στο μέλλον. Εμείς όμως θέλαμε να κάνουμε πολύ περισσότερα από το να επιβιώσουμε...».
Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 6 Αυγούστου 2013
«Washington Post»: Από τους Γκράχαμ στον Τζεφ Μπέζος
Ο Καρλ Μπέρνσταϊν (αριστερά) και ο Μπομπ Γούντγουορντ, οι δύο δημοσιογράφοι της «Washington Post» που αποκάλυψαν το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ στα γραφεία της εφημερίδας
Το πρωτοσέλιδο της αμερικανικής εφημερίδας «Washington Post» ανέγραφε ότι «μια εποχή τελειώνει»: η «Washington Post» πουλήθηκε. Η εφημερίδα που αποκάλυψε το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ, οδήγησε τον αμερικανό πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον σε παραίτηση και υπήρξε ορόσημο του αμερικανικού Τύπου από το 1877 που ιδρύθηκε, με τους συντάκτες της να έχουν κερδίσει 47 βραβεία Πούλιτζερ, πέρασε σε μια νέα εποχή καθώς πωλήθηκε στον δισεκατομμυριούχο επιχειρηματία και ιδρυτή της Amazon Τζεφ Μπέζοςαντί 250 εκατ. δολαρίων.
Την ίδρυσε ένας ανεξάρτητα σκεπτόμενος Δημοκρατικός, ο Στίλτον Χάτσινς. Ξεκίνησε το λαμπρό ταξίδι της στον κόσμο της δημοσιογραφίας με τιράζ 10.000 φύλλων, προς τρία σεντς έκαστο. Τα επόμενα χρόνια πέρασε από αρκετούς ιδιοκτήτες που είτε την αγόραζαν είτε την κληρονομούσαν, για να καταλήξει το 1916 στα χέρια του Εντουαρντ Μακλίν, ο οποίος άλλαξε την πολιτική κατεύθυνση της εφημερίδας υποστηρίζοντας τους Ρεπουμπλικανούς. Μοιραίο λάθος. Αυτό την έφερε ένα βήμα πριν από το κλείσιμο καθώς η δημοτικότητα και οι πωλήσεις της έπεσαν δραματικά.
Ακολούθησε το κραχ του 1929. Η εφημερίδα χρεοκόπησε. Κατόπιν, τον Ιούνιο του 1933, δημοπρατήθηκε και έναντι 825.000 δολαρίων πέρασε στα χέρια του Γιουτζίν Μέγερ, ο οποίος το 1946 την παραχώρησε στον γαμπρό του Φίλιπ Γκράχαμ, σύζυγο της κόρης του Κάθριν, ξεκινώντας ουσιαστικά τη δημοσιογραφική δυναστεία της οικογένειας Γκράχαμ. Αυτή η οικογένεια πούλησε την εφημερίδα στον Μπέζος.
Η μεταπολεμική ανάπτυξή της ήταν αλματώδης. Αύξησε την κυκλοφορία της και το 1950 αγόρασε ένα πιεστήριο νέας τεχνολογίας, αξίας τότε 6 εκατ. δολαρίων, στην Ουάσιγκτον, για να συμβαδίσει με τη «νέα εποχή», ενώ απέκτησε και τον πρώτο ραδιοσταθμό της.
Στις επόμενες δύο κρίσιμες δεκαετίες η «Post» εξαγόρασε την αντίπαλό της, την εφημερίδα «The Washington Times-Herald», καθώς και το περιοδικό «Newsweek», αλλά το 1963 έχασε τον Φίλιπ Γκράχαμ. Τα ηνία πέρασαν στα χέρια της Κάθριν, σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν αφθονούσαν στα ανώτερα κλιμάκια της ιεραρχίας, εκείνη όμως κατάφερε να απογειώσει την «Post».
Το 1971 εισάγεται στο χρηματιστήριο, γράφει όμως ιστορία τον επόμενο χρόνο, όταν ο διευθυντής σύνταξης Μπεν Μπράντλι ρισκάρει τη φήμη της εφημερίδας και εμπιστεύεται τους ρεπόρτερ Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνσταϊν, που σε μια σειρά μακροσκελή άρθρα αποκαλύπτουν την ιστορία πίσω από μια διάρρηξη στα γραφεία της Εθνικής Επιτροπής του Δημοκρατικού Κόμματος.
Οι πέντε συλληφθέντες δεν κατηγορούνται απλώς γιατί προσπάθησαν να μπουν παράνομα στο κτίριο Γουότεργκεϊτ αλλά και γιατί σχετίζονταν με την προεκλογική εκστρατεία του Νίξον και προσπάθησαν να τοποθετήσουν πομπούς παρακολούθησης στο κτίριο. Οι αποκαλύψεις γίνονται με τη βοήθεια από το «Βαθύ Λαρύγγι», τον Μαρκ Φελτ, τότε υπ' αριθμόν 2 του FBI, η ταυτότητα του οποίου αποκαλύφθηκε 33 χρόνια μετά. Οι καταγγελίες όμως δεν τελειώνουν εκεί. Οι δύο δημοσιογράφοι υποστηρίζουν ότι η επιτροπή του κυβερνώντος κόμματος που ήταν υπεύθυνη για την εκστρατεία επανεκλογής του Νίξον όχι μόνο κατασκόπευε τους πολιτικούς αντιπάλους του αλλά για τον σκοπό αυτόν χρησιμοποιούσε μυστικά κυβερνητικά κονδύλια.
Με τις αποκαλύψεις της η «Post» συγκλονίζει την Αμερική. Παρά την αναταραχή, ο Νίξον επανεκλέγεται, νέα επιβαρυντικά στοιχεία όμως βγαίνουν συνεχώς στην επιφάνεια και το 1973 αναγκάζεται να αποδεχθεί τις ευθύνες του και λίγο αργότερα υποβάλλει την παραίτησή του, υπό την απειλή της παραπομπής του σε δίκη. Για την εξαίρετη δουλειά τους οι Μπέρνσταϊν και Γούντγουορντ εντάχθηκαν στο Πάνθεον της δημοσιογραφίας και κέρδισαν το βραβείο Πούλιτζερ.
Ως το 1977 η εφημερίδα πουλάει τον τελευταίο ραδιοσταθμό της. Το 1979 αναλαμβάνει τα ηνία ο 33χρονος γιος της Κάθριν Ντόναλντ, ενώ τον επόμενο χρόνο η αξιοπιστία της δέχεται βαρύ πλήγμα. Η ρεπόρτερ Τζάνετ Κούκγουον κερδίζει όχι μόνο το Πούλιτζερ αλλά και τα εύσημα του παγκόσμιου Τύπου για ένα κομμάτι της με τίτλο «Ο κόσμος του Τζίμι» που πραγματεύεται τη ζωή ενός 8χρονου ηρωινομανούς στους δρόμους της Ουάσιγκτον, για να αποδειχθεί όμως ότι η ιστορία της είναι ανύπαρκτη.
Το 1996 η «Washington Post» πέρασε στην ψηφιακή εποχή αποκτώντας τη δική της ιστοσελίδα, ενώ το 2008 αναλαμβάνει ως εκδότρια η εγγονή της Κάθριν Γκράχαμ Κάθριν Γουέιμαουθ.
Και ύστερα ήρθε (ξανά) η κρίση. Στα τέλη της δεκαετίας του 2000 η κυκλοφορία του ιστορικού και διάσημου αυτού τίτλου, όπως και των υπολοίπων εντύπων, έπεσε δραματικά. Οπως όμως δήλωσε εκπρόσωπος της οικογένειας Γκράχαμ, στο σύνηθες μαχητικό της πνεύμα, μετά την είδηση-«βόμβα» για την αγορά της από τον Μπέζος, «η "Washington Post" θα επιβίωνε στην ιδιοκτησία της τρέχουσας εταιρείας και θα ήταν κερδοφόρα στο μέλλον. Εμείς όμως θέλαμε να κάνουμε πολύ περισσότερα από το να επιβιώσουμε...».
Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 6 Αυγούστου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου