Τα δελτία ειδήσεων όλο και περισσότερο μετατρέπονται σε δελτία απόψεων, πλήρως ευθυγραμμισμένα με τις κυβερνητικές επιλογές, όπου ακριβοπληρωμένοι δημοσιογράφοι σε απευθείας σύνδεση με τον υπουργό (κυριολεκτικά εσχάτως) κουνούν με αυστηρότητα το δάχτυλο απέναντι στους δημοσίους υπαλλήλους των 1000 ευρώ.
Αν υπήρχε οίκος αξιολόγησης των ενημερωτικών, πολιτιστικών και ψυχαγωγικών προϊόντων που παράγουν τα ελληνικά media, τότε σίγουρα αυτά - κατ’ αναλογία με τα ομόλογα του ελληνικού κράτους - θα ενέπιπταν στην κατηγορία junk. Η κρίση στον Τύπο προϋπήρχε κατά πολύ της οικονομικής κρίσης. Η συνάντηση τους όμως δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα σ’ ένα τοπίο όπου η πλειοψηφία των ΜΜΕ όλο και περισσότερο εξαρτά την επιβίωση της από τα τραπεζικά δάνεια και τη διαπλοκή με την πολιτική εξουσία. Κι επειδή οι επιχειρηματίες των ΜΜΕ ζήλεψαν τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας μετά το Μνημόνιο, αποφάσισαν να ακολουθήσουν μια συνταγή φτιαγμένη από τα ίδια καταστροφικά υλικά.
Όποιος παρακολουθεί με συστηματικότητα το περιεχόμενο και την εξέλιξη του Τύπου χαράσσοντας εκείνες τις γραμμές άμυνας, ώστε να μην ταυτίζεται απόλυτα μ’ αυτή, έχει μια εικόνα για την έκταση του εκφυλισμού. Ακόμα όμως και η ελάχιστη ανακούφιση που θα προέκυπτε από τη διαπίστωση ότι πιάσαμε πάτο, διαλύεται σ' ένα προμήνυμα απύθμενου. Ξεκινώντας από την τηλεόραση, εξαιτίας της καθηλωτικής της διάστασης, δεν χρειάζεται παραπάνω από μια ματιά στα τρέιλερ που διαφημίζουν το πρόγραμμα της νέας σεζόν για να γεννηθεί το εύλογο ερώτημα πόσοι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να εκθέτουν διάφορες πτυχές της υποκειμενικότητας τους στον φακό μαγειρεύοντας ή αφήνοντας διάφορους art designers να γκρεμίζουν τους τοίχους των σπιτιών τους;
Μάλλον περισσότεροι από όσους αντέχει η αισθητική των τηλεθεατών να παρακολουθήσει. Η τάση είναι σαφής: η επικράτηση των reality έναντι της κοινωνικής πραγματικότητας και η αντικατάσταση των απαιτητικών παραγωγών με αξιώσεις ενός ορισμένου πολιτισμικού υπόβαθρου από προγράμματα μηδενικού κόστους και αντίστοιχων αξιώσεων. Η ενημέρωση υποκαθίσταται από το infotainment, όπου μαθαίνεις για το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων μαγειρεύοντας γιουβαρλάκια και χορεύοντας χιτάκια. Τα δελτία ειδήσεων όλο και περισσότερο μετατρέπονται σε δελτία απόψεων, πλήρως ευθυγραμμισμένα με τις κυβερνητικές επιλογές, όπου ακριβοπληρωμένοι δημοσιογράφοι σε απευθείας σύνδεση με τον υπουργό (κυριολεκτικά εσχάτως) κουνούν με αυστηρότητα το δάχτυλο απέναντι στους δημοσίους υπαλλήλους των 1000 ευρώ. Ενώ οι κινητοποιήσεις των διάφορων κοινωνικών στρωμάτων βρίσκουν μια θέση στον τηλεοπτικό ήλιο μόνο στον βαθμό που εμπεριέχουν εκείνα τα θεαματικά στοιχεία της έντασης - απαραίτητα για την πλαισίωση μιας διατεταγμένης υπηρεσίας που δεν έγκειται σε τίποτα παραπάνω από την άνευ όρων και ορίων συκοφάντηση.
Στον ίδιο δρόμο όμως βαδίζουν και τα υπόλοιπα Μέσα, με τα ενημερωτικά ραδιόφωνα παραδείγματος χάριν να αποψιλώνουν το ρεπορτάζ και να επιδίδονται σε σκιαμαχίες αστέρων με εναλλασσόμενους ρόλους «καλού» και «κακού» σ’ ένα κακοφτιαγμένο γουέστερν. Η αμεσότητα και η σφαιρική ενημέρωση πάνε περίπατο μαζί με το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του Μέσου, τη διαδραστικότητα, αφού την εποχή του talk radio οι ιθύνοντες δεν αναζητούν ενεργούς ακροατές αλλά Ινδιάνους. Από την άλλη για τις εφημερίδες που κρατούσαν άλλοτε ψηλά τη σημαία της εγκυρότητας και της αξιοπιστίας, η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε όταν το άγχος για την αναζήτηση της είδησης αντικαταστάθηκε από το άγχος για την επιλογή του εμπορικότερου dvd. Κι έμειναν μόνο τα δελτία τύπου να συνοδεύουν τις ταινίες και τα cd. Η δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία που τόσο πολύ λοιδορήθηκε απ’ αυτόν τον κλάδο, εγκαταστάθηκε κυρίως εδώ και ως παρεπόμενο έφυγαν τα πρωτογενή θέματα, η ερευνητική δημοσιογραφία και ο πλουραλισμός. Μαζί τους έφυγαν και αναγνώστες.
Κι αν υπάρχει κάτι διαφανές σε μια κατά τ’ άλλα σκοτεινή ιστορία, είναι η στοχοθεσία της: οι εργοδότες προσπαθούν να απεμπλακούν από την κρίση συμπιέζοντας το εργατικό κόστος και απαξιώνοντας το προϊόν τους. Οι εργαζόμενοι στα media είναι τα πρώτα θύματα μιας τέτοιας διαδικασίας, αντιμέτωποι διαρκώς με το φάσμα της επισφάλειας και χωρίς συλλογικές αναπαραστάσεις σ' ένα ακραία ανταγωνιστικό περιβάλλον, χάνουν όχι μόνο τον έλεγχο πάνω στη δουλειά τους αλλά και εκείνη τη δυνατότητα για τα μεγάλα όχι. Αντί να δημιουργούν την εργασία τους σε μεγάλο βαθμό τη διεκπεραιώνουν. Ταυτόχρονα σε μια περίοδο που οι γραμμές που τέμνουν τις κοινωνίες μας γίνονται τόσο ορατές, ο Τύπος διαρρηγνύει βίαια τους οποιουσδήποτε δεσμούς με την κοινωνία και προσδένεται όλο και πιο σφιχτά στο άρμα της εξουσίας. Αναπόφευκτα μοιράζεται το ίδιο πεπρωμένο, δηλαδή τον κίνδυνο να βουλιάξει μαζί της.
Το πιο κρίσιμο βέβαια με όσα βλέπουμε, ακούμε και διαβάζουμε είναι ότι αυτά δε μας εκπλήσσουν. Η πρόδηλη χυδαιότητα και υποκρισία εμπεδώνονται σταδιακά. Συνηθίζουμε να ακούμε τον καιρό από την Πετρούλα, να ανεχόμαστε όσους συγκροτούσαν τα pay roll της Siemens να μας ζητούν θυσίες, να θεωρούμε δεδομένη τη θέση της απεργίας στα μονόστηλα των εσωτερικών φύλλων. Αυτό το φλερτ με την αποχαύνωση είναι αρκετά ελκυστικό. Στο αναμορφωτήριο του ΔΝΤ όμως το να αρνείσαι, να αποστρέφεσαι, να ανατριχιάζεις είναι ριζοσπαστικό. Συνιστά πράξη αντίστασης στη χειραγώγηση και τη μοιρολατρία. Ίσως να αποτελεί και προϋπόθεση, ώστε αυτή φούσκα, να σκάσει «μ' ένα κρότο και όχι μ’ ένα λυγμό». Γι’ αυτό αφού δεν υπάρχει αυτός ο οίκος αξιολόγησης, να τον εφεύρουμε. Ας είναι έστω η συνείδηση μας.
εφημερίδα Η ΑΥΓΗ : Ημερομηνία δημοσίευσης: 04/09/2010
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=564567#
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου